σπουδαρχίδης

σπουδαρχίδης
σπουδαρχίδης
Son of a Placeman
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σπουδαρχίδης — ὁ, ΜΑ 1. ο γιος εκείνου που αγωνίζεται να καταλάβει αξιώματα, δημόσιες θέσεις, ο μικρός θεσιθήρας («πολίτης χρηστός, οὐ σπουδαρχίδης», Αριστοφ.) 2. ο σπουδάρχης*, ο θεσιθήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδάρχης + επίθημα ίδης (πρβλ. μισθαρχ ίδης)] …   Dictionary of Greek

  • σπουδαρχίδαι — σπουδαρχίδης Son of a Placeman masc nom/voc pl σπουδαρχίδᾱͅ , σπουδαρχίδης Son of a Placeman masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδαρχιδῶν — σπουδαρχίδης Son of a Placeman masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδαρχίδην — σπουδαρχίδης Son of a Placeman masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδαρχίδου — σπουδαρχίδης Son of a Placeman masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ίδης — κατάλ. αρσ. πατρωνυμικών όν., η οποία σχηματίζεται από το πρόσφυμα ιδ και τη δηλωτική αρσ. ονομάτων κατάλ. ης (το ι τού ιδ προέρχεται πιθ. από θέματα ουσ. σε ι , ενώ το δ αποτελεί παρέκταση). Αρχικά η κατάλ. δήλωνε τον γιο (πρβλ. Αγαμεμνον ίδης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”